μετεμψύχωση ή μετενσάρκωση

μετεμψύχωση ή μετενσάρκωση
Αρχαία φιλοσοφικό-θρησκευτική διδασκαλία, σύμφωνα με την οποία η ψυχή κατά τον θάνατο του σώματος μεταβαίνει σε έναν άλλο ζωντανό οργανισμό. Η μ. εισήχθη πιθανότατα από την Ανατολή στον κλασικό κόσμο, όπου όμως δεν εντάχθηκε στα θρησκευτικά ζητήματα, αλλά αποτέλεσε κυρίως αντικείμενο φιλοσοφικών θεωριών. Με τη θεωρία της μ. ασχολήθηκε επισταμένα ο Πλάτων, ενώ τα θεμέλια της διδασκαλίας της αποδόθηκαν στους Πυθαγόρειους και στους Ορφικούς φιλοσόφους. Η θρησκευτική διάσταση του φαινομένου της μ. αναπτύχθηκε στην Ινδία, όπου οι διαδοχικές μετενσαρκώσεις ή μ., που καθορίζονταν από τη διαγωγή του ατόμου κατά την προηγούμενη ζωή του, δικαιολογούσαν τη διαίρεση σε κάστες, στις οποίες ανήκε κανείς, επειδή το άξιζε και όχι τυχαία (βλ. λ. κάρμα.). Η μ. στην Ινδία δημιούργησε σωτηριολογικές θεωρίες με πολυάριθμες αιρετικές αποκλίσεις· και ο ίδιος ο βουδισμός (βλ. λ.), που προήλθε από τον ινδουισμό, θεμελιώνει τη δική του σωτηριολογία στην απελευθέρωση από τον κύκλο των μ., μέσω της εκμηδένισης της ατομικότητας.

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Поможем сделать НИР

Look at other dictionaries:

  • μετεμψύχωση — η η μετάβαση της ψυχής του ανθρώπου μετά θάνατο σε ζώο ή άνθρωπο, η μετενσάρκωση: Πολλοί ασιατικοί λαοί πιστεύουν στη μετεμψύχωση …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • μετεμψύχωση — η (ΑΜ μετεμψύχωσις) [μετεμψυχώνω] 1. (γενικά) μετάβαση τής ψυχής από ένα σώμα σε άλλο, μετενσωμάτωση, μετενσάρκωση 2. (ειδικά) (φιλοσ.) δοξασία τών αρχαίων Αιγυπτίων από την οποία επηρεάστηκαν οι Ορφικοί και οι Πυθαγόρειοι και κατά την οποία η… …   Dictionary of Greek

  • μετενσάρκωση — η μετεμψύχωση. [ΕΤΥΜΟΛ. < μετενσαρκώνω. Η λ. μαρτυρείται από το 1888 στην εφημερίδα Ακρόπολις] …   Dictionary of Greek

  • μετενσάρκωση — η η μετά θάνατο εγκατοίκηση μιας ψυχής σε ένα νέο σώμα, η μετεμψύχωση …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • κάρμα — (karma). Κεντρικό δόγμα της ινδικής θρησκείας και σκέψης. Στα σανσκριτικά κ. σημαίνει πράξη και κατά τη βεδική περίοδο είχε την έννοια της δύναμης της τελετουργικής πράξης και των αποτελεσμάτων της, που ήταν συνδεμένη με το βράχμαν, την παγκόσμια …   Dictionary of Greek

  • μετενσωμάτωση — η (Α μετενσωμάτωσις) [μετενσωματώνω] (για την ψυχή) η μετάβαση σε άλλο σώμα, η μετενσάρκωση, η μετεμψύχωση …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”